ασκάλωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασκάλωτος η ασκάλωτη το ασκάλωτο
      γενική του ασκάλωτου της ασκάλωτης του ασκάλωτου
    αιτιατική τον ασκάλωτο την ασκάλωτη το ασκάλωτο
     κλητική ασκάλωτε ασκάλωτη ασκάλωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασκάλωτοι οι ασκάλωτες τα ασκάλωτα
      γενική των ασκάλωτων των ασκάλωτων των ασκάλωτων
    αιτιατική τους ασκάλωτους τις ασκάλωτες τα ασκάλωτα
     κλητική ασκάλωτοι ασκάλωτες ασκάλωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασκάλωτος < α- στερητικό + σκαλωτός (σκαλώ(νω) + -τος) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈska.lo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σκά‐λω‐τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ασκάλωτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει σκαλιά
     αντώνυμα: σκαλωτός
  2. που δεν έχει σκαλώσει ή πιαστεί κάπου
     αντώνυμα: σκαλωμένος
  3. (μεταφορικά) που δεν έχει εμποδιστεί
     συνώνυμα: ανεμπόδιστος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ασκάλωτοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας