ασκάλωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈska.lo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σκά‐λω‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ασκάλωτος, -η, -ο
- που δεν έχει σκαλιά
- που δεν έχει σκαλώσει ή πιαστεί κάπου
- (μεταφορικά) που δεν έχει εμποδιστεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασκάλωτος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ασκάλωτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας