αστεράτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστεράτος < μεσαιωνική ελληνική ἀστεράτος. Συγχρονικά αναλύεται σε αστέρι + -άτος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.steˈɾa.tos/
Επίθετο[επεξεργασία]
αστεράτος
- (για ζώα) που έχει άσπρο σημάδι στο μέτωπο
- (λογοτεχνικό) αστέρινος, έναστρος
- (λογοτεχνικό) λαμπερός
- (για μοτίβο) με αστεράκια
- (στρατιωτική αργκό) υψηλόβαθμος αξιωματικός (του οποίου τα διακριτικά έχουν αστέρια)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστεράτος
→ δείτε τη λέξη αστέρινος |
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξένος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άτος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτική αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)