ασυγκίνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυγκίνητος < ελληνιστική κοινή ἀσυγκίνητος < αρχαία ελληνική συγκινέω / συγκινῶ < σύν + κινέω / κινῶ
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυγκίνητος, -η, -ο
- που δε συγκινήθηκε ή συγκινείται
- κανείς δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος μπροστά σε μια τέτοια τραγωδία
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ασυγκίνητα
- → δείτε τις λέξεις συγκινώ και κινώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυγκίνητος