εκών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εκών | η | εκούσα | το | εκόν |
γενική | του | εκόντος | της | εκούσας & εκούσης* |
του | εκόντος |
αιτιατική | τον | εκόντα | την | εκούσα | το | εκόν |
κλητική | εκών | εκούσα | εκόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εκόντες | οι | εκούσες | τα | εκόντα |
γενική | των | εκόντων | των | εκουσών | των | εκόντων |
αιτιατική | τους | εκόντες | τις | εκούσες | τα | εκόντα |
κλητική | εκόντες | εκούσες | εκόντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «επιών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑκών, τύπος μετοχής αμάρτυρου ρήματος *ϝεκ-μι [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈkon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κών
Επίθετο
[επεξεργασία]εκών
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'παρών' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'επιών' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)