εσκαμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εσκαμμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐσκαμμένος < μτχ. παθητικού παρακειμένου του σκάπτω (σκάπτoμαι)
Μετοχή[επεξεργασία]
εσκαμμένος, -η, -ο
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Επιβιώνει κυρίως ως επιστημονικός όρος (λ.χ. στην αρχαιολογία) και στην έκφραση υπερβαίνω τα εσκαμμένα: ξεπερνώ τα όρια (κυριολεκτικά: πηδώ πάνω από το σκάμμα).
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εσκαμμένος
|