εἰρεσιώνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | εἰρεσιώνη | αἱ | εἰρεσιῶναι |
γενική | τῆς | εἰρεσιώνης | τῶν | εἰρεσιωνῶν |
δοτική | τῇ | εἰρεσιώνῃ | ταῖς | εἰρεσιώναις |
αιτιατική | τὴν | εἰρεσιώνην | τὰς | εἰρεσιώνᾱς |
κλητική ὦ! | εἰρεσιώνη | εἰρεσιῶναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰρεσιώνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εἰρεσιώναιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εἰρεσιώνη θηλυκό
- (θρησκεία) κλαδί ελιάς ή δάφνης τυλιγμένο με μαλλί και με φρούτα να κρέμονται απ' αυτό, αφιερωμένο στον θεό Απόλλωνα, που το περιέφεραν τραγουδώντας παιδιά στις γιορτές των Πυανοψίων και των Θαργηλίων, ενώ συγχρόνως γίνονταν προσφορές στον Ήλιο και τις Ώρες. Τέλος το κλαδί το κρεμούσαν στην εξώπορτα.
- (κατ’ επέκταση) το τραγούδι που τραγουδούσαν σε όλη αυτή τη διαδικασία
- νεκρικό στεφάνι
- (κατ’ επέκταση) στεφάνι
Πηγές[επεξεργασία]
- εἰρεσιώνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἰρεσιώνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- ↑ εἰρεσιώνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Θρησκεία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)