ιερογλυφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιερογλυφικός η ιερογλυφική το ιερογλυφικό
      γενική του ιερογλυφικού της ιερογλυφικής του ιερογλυφικού
    αιτιατική τον ιερογλυφικό την ιερογλυφική το ιερογλυφικό
     κλητική ιερογλυφικέ ιερογλυφική ιερογλυφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιερογλυφικοί οι ιερογλυφικές τα ιερογλυφικά
      γενική των ιερογλυφικών των ιερογλυφικών των ιερογλυφικών
    αιτιατική τους ιερογλυφικούς τις ιερογλυφικές τα ιερογλυφικά
     κλητική ιερογλυφικοί ιερογλυφικές ιερογλυφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιερογλυφικός < ελληνιστική κοινή ἱερογλυφικός < ἱερογλύφος < αρχαία ελληνική ἱερός + γλύφω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.e.ɾo.ɣli.fiˈkos/

Επίθετο[επεξεργασία]

ιερογλυφικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τα ιερογλυφικά ή αναφέρεται σ’ αυτά
    ※  Ιερογλυφική γραφή συναντάμε στην Αίγυπτο, την Μινωική Κρήτη, και σε άλλους λαούς.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]