καμαρωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καμαρωτός < καμαρώ(νω) + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ma.ɾoˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μα‐ρω‐τός
- τονικό παρώνυμο: καμαρότος
Επίθετο
[επεξεργασία]καμαρωτός, -ή, -ό
- στητός και περήφανος, όλος καμάρι
- ⮡ περνούσαν μπροστά μας στην παρέλαση τα παιδάκια του σχολείου καμαρωτά καμαρωτά
- που διαθέτει καμάρα, αψιδωτός
- ※ Ούλα έχουνε καμαρωτές πόρτες και παραθύρια κατά το παλαιό σχέδιο. (Φώτης Κόντογλου Η Καρύταινα [διήγημα])