καριοφίλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καριοφίλι | τα | καριοφίλια |
γενική | του | καριοφιλιού | των | καριοφιλιών |
αιτιατική | το | καριοφίλι | τα | καριοφίλια |
κλητική | καριοφίλι | καριοφίλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καριοφίλι < τουρκική karanfil[1] (γαρίφαλο, λόγω του σχήματος της κάννης ή των διακοσμητικών μοτίβων που έφερε) < οθωμανική τουρκική قرنفل (karanfil) < αραβική قَرَنْفِل (qaranfil) < ελληνιστική κοινή καρυόφυλλον (αντιδάνειο) < αρχαία ελληνική κάρυον + φύλλον
- Υπάρχει και η άποψη: < ιταλική Carlo e figli[2] ※ «Ὠνομάσθησαν οὕτω τὰ τουφέκια, ὡς προερχόμενα ἐκ τοῦ ἐν Ἑνετίᾳ ὁπλοποιείου ὑπὸ τὴν ἐπωνυμίαν Carlo Filio (Καρόλου υἱοῦ) καὶ οὐχὶ διότι εἶχον ἐζωγραφισμένον καρυόφυλλον, ὡς ἐσφαλμένως παρεδέχθη.» Κωνσταντίνος Σάθας[3], από την ονομασία του εργοστασίου κατασκευής τους, όμως δεν έχει βρεθεί ιταλικό εργοστάσιο όπλων ή οπλοποιείο με τέτοιο όνομα.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaɾ.ʝoˈfi.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ριο‐φί‐λι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καριοφίλι ουδέτερο
- (οπλισμός, παρωχημένο) εμπροσθογεμές ντουφέκι
- ※ Τα όπλα αυτά είχαν ακόμα ένα καλόηχο όνομα, που ηχούσε πιότερο σα λουλούδι παρά σαν τουφέκι: «καριοφίλια», που, πράγματι, ακούγεται σαν το ελληνικό «γαρύφαλλο» — το άνθος και το μπαχαρικό. Αυτό το παράξενο, μουσικό όνομα είναι ένας αδέξιος εξελληνισμός ενός ιταλικού οπλουργείου, που οι πραμάτιες του εκτιμιόντουσαν πολύ σ' ολόκληρη την Ανατολή: Carlo e figli.
- Πάτρικ Λη Φέρμορ, Μάνη, μετάφραση από τα αγγλικά: Τζαννής Τζαννετάκης (Αθήνα: Κέδρος, 2007 [α΄ έκδ. 1972], ISBN 978-960-04-0864-5), σ. 208.
- ※ Τα όπλα αυτά είχαν ακόμα ένα καλόηχο όνομα, που ηχούσε πιότερο σα λουλούδι παρά σαν τουφέκι: «καριοφίλια», που, πράγματι, ακούγεται σαν το ελληνικό «γαρύφαλλο» — το άνθος και το μπαχαρικό. Αυτό το παράξενο, μουσικό όνομα είναι ένας αδέξιος εξελληνισμός ενός ιταλικού οπλουργείου, που οι πραμάτιες του εκτιμιόντουσαν πολύ σ' ολόκληρη την Ανατολή: Carlo e figli.
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- καριοφίλι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καριοφίλι
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Βλ. «καριοφίλι ή καρυοφύλλι; Ετυμολογία», νήμα συζήτησης (αρχή: 1 Σεπτεμβρίου 2010) στον ιστότοπο lexilogia.gr· πρόσβαση: 2021-12-06.
- ↑ καριοφίλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Κωνσταντίνος Σάθας, Ἡ κατὰ τὸν ΙΖʹ αἰῶνα Ἐπανάστασις τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς (1684-1715), Ἐκ τοῦ Γραφείου τῆς Χρυσαλλίδος, Ἀθήνησι 1865, σελ. 11.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οπλισμός (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)