καρχαρόδους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρχαρόδους < κάρχαρ(ος) + -όδους < (ὀδούς)
Επίθετο[επεξεργασία]
καρχαρόδους, -όδους, -όδουν
- (για σκυλιά, λιοντάρια, ψάρια κλπ) που έχει κοφτερά, πριονωτά δόντια
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 360 (360-362)
- ὡς δ᾽ ὅτε καρχαρόδοντε δύω κύνε, εἰδότε θήρης, | ἢ κεμάδ᾽ ἠὲ λαγωὸν ἐπείγετον ἐμμενὲς αἰεὶ | χῶρον ἀν᾽ ὑλήενθ᾽, ὁ δέ τε προθέῃσι μεμηκώς,
- Και ως δυο σκύλοι σκληρόδοντες, εξαίσιοι στο κυνήγι, | λαγόν ή ζάρκαδον στενά ξετρέχουν μες στον λόγγον, | και αυτός φεύγει βελάζοντας·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὡς δ᾽ ὅτε καρχαρόδοντε δύω κύνε, εἰδότε θήρης, | ἢ κεμάδ᾽ ἠὲ λαγωὸν ἐπείγετον ἐμμενὲς αἰεὶ | χῶρον ἀν᾽ ὑλήενθ᾽, ὁ δέ τε προθέῃσι μεμηκώς,
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 175 (174-175)
- εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ, ἐνέθηκε δὲ χερσὶν | ἅρπην καρχαρόδοντα, δόλον δ᾽ ὑπεθήκατο πάντα.
- Τον έβαλε να κάθεται σ᾽ ενέδρα κρύβοντάς τον και του ᾽βαλε στο χέρι του | το κοφτερόδοντο δρεπάνι κι όλο το δόλιο σχέδιο του δίδαξε.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ, ἐνέθηκε δὲ χερσὶν | ἅρπην καρχαρόδοντα, δόλον δ᾽ ὑπεθήκατο πάντα.
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 604 (604-605)
- καὶ κύνα καρχαρόδοντα κομεῖν, μὴ φείδεο σίτου, | μή ποτέ σ᾽ ἡμερόκοιτος ἀνὴρ ἀπὸ χρήμαθ᾽ ἕληται.
- Και σκύλο να φροντίζεις κοφτερόδοντο, να μη λυπάσαι το ψωμί γι᾽ αυτόν, | μην τύχει και τα πράγματά σου αφαιρέσει ο κλέφτης που κοιμάται την ημέρα.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- καὶ κύνα καρχαρόδοντα κομεῖν, μὴ φείδεο σίτου, | μή ποτέ σ᾽ ἡμερόκοιτος ἀνὴρ ἀπὸ χρήμαθ᾽ ἕληται.
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 2, 1 @scaife.perseus
- Ἔτι δὲ τὰ μέν ἐστι καρχαρόδοντα αὐτῶν, οἷον λέων καὶ πάρδαλις καὶ κύων, τὰ δὲ ἀνεπάλλακτα, οἷον ἵππος καὶ βοῦς· καρχαρόδοντα γάρ ἐστιν ὅσα ἐπαλλάττει τοὺς ὀδόντας τοὺς ὀξεῖς.
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 360 (360-362)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κάρχαρος
Πηγές[επεξεργασία]
- καρχαρόδους - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καρχαρόδους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'χαυλιόδους' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'χαυλιόδους' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -όδους (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ησίοδο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοτέλη (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)