κατασκεπασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατασκεπασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κατασκεπάζω < ελληνιστική κοινή κατασκεπάζω < κατά + αρχαία ελληνική σκεπάζω
Επίθετο[επεξεργασία]
κατασκεπασμένος
- που έχει κατασκεπαστεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις κατασκεπάζω, σκεπάζω και σκεπή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατασκεπασμένος
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)