κατευθυντήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατευθυντήριος < κατευθύνω + -τήριος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική directif)
Επίθετο[επεξεργασία]
κατευθυντήριος
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που δείχνει ποια κατεύθυνση πρέπει να ακολουθηθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατευθυντήριος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τήριος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)