κινησιολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κινησιολογία οι κινησιολογίες
      γενική της κινησιολογίας των κινησιολογιών
    αιτιατική την κινησιολογία τις κινησιολογίες
     κλητική κινησιολογία κινησιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κινησιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική kinesiology < αρχαία ελληνική κίνησις + -logy (-λογία < λέγω) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ci.ni.si.o.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐νη‐σι‐ο‐λο‐γί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κινησιολογία θηλυκό

  1. (ιατρική) η μελέτη της κίνησης μελών του σώματος και η προσπάθεια θεραπείας δυσλειτουργικών κινήσεων
  2. (χορός) η διδασκαλία των κατάλληλων σωματικών κινήσεων, ώστε να εξυπηρετηθούν θεατρικές, κινηματογραφικές ή χορευτικές ανάγκες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]