λαθρομετανάστης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαθρομετανάστης οι λαθρομετανάστες
      γενική του λαθρομετανάστη των λαθρομεταναστών
    αιτιατική τον λαθρομετανάστη τους λαθρομετανάστες
     κλητική λαθρομετανάστη λαθρομετανάστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαθρομετανάστης < λαθρο- + μετανάστης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /la.θɾo.me.taˈna.stis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐θρο‐με‐τα‐νά‐στης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαθρομετανάστης αρσενικό (θηλυκό: λαθρομετανάστρια)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Το 2018, το ελληνικό κράτος ζητούσε από τις υπηρεσίες του να μη χρησιμοποιείται ο όρος λαθρομετανάστης, αλλά οι όροι «παράτυπα εισερχόμενος στη χώρα», «πρόσφυγας», «μετανάστης», «οικονομικός μετανάστης», «αιτών άσυλο», με δικαιολογία την αποτροπή χρήσης μειωτικών για την προσωπικότητα όρων και την αποφυγή φαινομένων ξενοφοβίας και ρατσισμού:
    ※  Έγγραφο του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κοινοποίησε η εισαγγελία Πρωτοδικών Ηρακλείου στις διευθύνσεις Εκπαίδευσης, για την απάλειψη του μειωτικού όρου «λαθρομετανάστης» από τα υπηρεσιακά έγγραφα. (*)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]