λιβρέα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λίβρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιβρέα οι λιβρέες
      γενική της λιβρέας των λιβρεών
    αιτιατική τη λιβρέα τις λιβρέες
     κλητική λιβρέα λιβρέες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιβρέα < (άμεσο δάνειο) ιταλική livrea < γαλλική livrée < livrer < λατινική liberare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος libero < liber < παλαιά λατινικά loeber < πρωτοϊταλική *louðeros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁lewdʰ-er-os < *h₁lewdʰ- ‎(λαός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιβρέα θηλυκό

  • ειδική στολή για τους υπηρέτες ανακτόρων, αριστοκρατικών οίκων ή ξενοδοχείων

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]