μελετῶν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μελετών

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

μελετῶν θηλυκό

Μετοχή[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μελετῶν μελετῶσ τὸ μελετῶν
      γενική τοῦ μελετῶντος τῆς μελετώσης τοῦ μελετῶντος
      δοτική τῷ μελετῶντ τῇ μελετώσ τῷ μελετῶντ
    αιτιατική τὸν μελετῶντ τὴν μελετῶσᾰν τὸ μελετῶν
     κλητική ! μελετῶν μελετῶσ μελετῶν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μελετῶντες αἱ μελετῶσαι τὰ μελετῶντ
      γενική τῶν μελετώντων τῶν μελετωσῶν τῶν μελετώντων
      δοτική τοῖς μελετῶσῐ(ν) ταῖς μελετώσαις τοῖς μελετῶσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς μελετῶντᾰς τὰς μελετώσᾱς τὰ μελετῶντ
     κλητική ! μελετῶντες μελετῶσαι μελετῶντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μελετῶντε τὼ μελετώσ τὼ μελετῶντε
      γεν-δοτ τοῖν μελετώντοιν τοῖν μελετώσαιν τοῖν μελετώντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τιμῶν' όπως «τιμῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

μελετῶν, -ῶσα, -ῶν