νταβατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νταβατζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική davacı (συνήγορος, υπερασπιστής) < dava (δίκη)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νταβατζής αρσενικό και νταβάς, ντάβα
- αυτός που διευθύνει έναν οίκο ανοχής
- ο προστάτης και εκμεταλλευτής ιεροδούλων
- ο αγαπητικός ιεροδούλων
- ο προαγωγός, ο μαστροπός