οιακισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: οἰακισμός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οιακισμός οι οιακισμοί
      γενική του οιακισμού των οιακισμών
    αιτιατική τον οιακισμό τους οιακισμούς
     κλητική οιακισμέ οιακισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οιακισμός < μεσαιωνική ελληνική οἰακισμός < ελληνιστική κοινή οἰάκισμα < αρχαία ελληνική οἰακίζω < οἴαξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂iHseh₂

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.a.kiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οι‐α‐κι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οιακισμός αρσενικό

  1. (λόγιο) η ρύθμιση της κατεύθυνσης ενός πλεούμενου με τη χρήση του οίακα, του ειδικού τιμονιού του
     συνώνυμα: τιμονιά
  2. (μεταφορικά) η καθοδήγηση, η διακυβέρνηση

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]