οικοτοξικολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οικοτοξικολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ecotoxicology[1] + -ία < αρχαία ελληνική οἶκος + τόξον + λέγω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οικοτοξικολογία θηλυκό
- (οικολογία, βιολογία) η μελέτη των επιδράσεων των τοξικών χημικών ουσιών σε οικοσυστήματα με διεπιστημονικό τρόπο (οικολογία, τοξικολογία)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- οικοτοξικολογικός
- οικοτοξικολόγος
- → δείτε τις λέξεις οίκος, τόξο και λέγω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Ecotoxicology στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οικοτοξικολογία
- ↑ οικοτοξικολογία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικολογία (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)