πάρεργος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πάρεργος | η | πάρεργη | το | πάρεργο |
γενική | του | πάρεργου | της | πάρεργης | του | πάρεργου |
αιτιατική | τον | πάρεργο | την | πάρεργη | το | πάρεργο |
κλητική | πάρεργε | πάρεργη | πάρεργο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πάρεργοι | οι | πάρεργες | τα | πάρεργα |
γενική | των | πάρεργων | των | πάρεργων | των | πάρεργων |
αιτιατική | τους | πάρεργους | τις | πάρεργες | τα | πάρεργα |
κλητική | πάρεργοι | πάρεργες | πάρεργα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάρεργος < αρχαία ελληνική πάρεργος < παρά + ἔργον
Επίθετο
[επεξεργασία]πάρεργος
- (λόγιο) που γίνεται πέρα από το κύριο έργο
- (ουσιαστικοποιημένο) πάρεργο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πάρεργος
|