πανδέκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πανδέκτης < (ελληνιστική κοινή) πανδέκτης < αρχαία ελληνική πᾶς + δέκτης < δέχομαι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /panˈðe.ktis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παν‐δέ‐κτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πανδέκτης αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]- (ανθολογία)
- (απάνθισμα)
- (αποθησαύριση)
- (εράνισμα)
- (ερανισμός)
- (θησαυρός)
- (συλλογή)
- (συμπίλημα)
- (συναγωγή)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)
- ↑ πανδέκτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας