πανδερκής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πανδερκής τὸ πανδερκές
      γενική τοῦ/τῆς πανδερκοῦς τοῦ πανδερκοῦς
      δοτική τῷ/τῇ πανδερκεῖ τῷ πανδερκεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν πανδερκ τὸ πανδερκές
     κλητική ! πανδερκές πανδερκές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πανδερκεῖς τὰ πανδερκ
      γενική τῶν πανδερκῶν τῶν πανδερκῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς πανδερκέσ(ν) τοῖς πανδερκέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς πανδερκεῖς τὰ πανδερκ
     κλητική ! πανδερκεῖς πανδερκ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πανδερκεῖ τὼ πανδερκεῖ
      γεν-δοτ τοῖν πανδερκοῖν τοῖν πανδερκοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανδερκής < παν- + -δερκής (< δέρκομαι)

Επίθετο[επεξεργασία]

πανδερκής, -ής, -ές, συγκριτικός:πανδερκέστερος, υπερθετικός: πανδερκέστατος

  1. (με παθητική σημασία) που είναι ορατός από όλους, που είναι φανερό σε όλους
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Βακχυλίδης, Διθύραμβοι, ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ III, 3.70 (3.67-3.71)
    κλύε δ᾽ ἄμεμπτον εὐχὰν μεγασθενὴ[ς | Ζεύς, ὑπέροχόν τε Μίνῳ φύτευσε | τιμὰν φίλῳ θέλων | παιδὶ πανδερκέα θέμεν, | ἄστραψέ θ᾽·
    • Πρόθυμ᾽ άκουσε τη δέηση τούτη ο Δίας, | που μεγάλη η δύναμή του· ένα σημάδι | δίνει εξαίσιο, φανερό σημάδι για όλους πως πολύ τιμά το γιο του: | ευθύς αστράφτει.
      Μετάφραση (2012), Θρασύβουλος Σταύρου, @greek‑language.gr
    • Άκουσ᾽ ο παντοδύναμος | την άμετρην ευκή του | κι άφθαστη χάρισε τιμή | του αγαπημένου Μίνω του, | για να δουν το παιδί του, | άστραψε κιόλα στη στιγμή.
      Μετάφραση (1924), Σίμος Μενάρδος, @greek‑language.gr
  2. που βλέπει τα πάντα
     συνώνυμα: πανδερκέτης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]