παντζάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παντζάρι τα παντζάρια
      γενική του παντζαριού των παντζαριών
    αιτιατική το παντζάρι τα παντζάρια
     κλητική παντζάρι παντζάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παντζάρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική pancar < οθωμανική τουρκική پانجار (pancar) < αρμενική բանջար (banǰar) < παλαιά αρμενική բանջար (banǰar)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
παντζάρια

παντζάρι ουδέτερο

  1. (φυτό) (Beta vulgaris) με βαθιά κόκκινη σφαιρική ρίζα που τρώγεται συχνά σε σούπες και σαλάτες, και με μεγάλα πλατιά πράσινα φύλλα που τρώγονται επίσης
  2. (λαχανικό) ο καρπός αυτού του φυτού

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

κόκκινος σαν παντζάρι

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]