παρορμηθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]παρορμηθείς
- μετοχή παθητικού αορίστου (παρωρμήθην) του ρήματος παρορμάω, παρορμῶ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- (καθαρεύουσα) που τον παρακίνησαν
- ※ Ἐπεχείρησα πέρυσιν, ὑπὸ σοῦ παρορμηθείς, νὰ γράψω πραγματείαν ἀφορῶσαν εἰς τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῶν Μανιατῶν.
Κατηγορίες:
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λυθείς' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λυθείς' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού αορίστου (αρχαία ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)