πιατίνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιατίνι | τα | πιατίνια |
γενική | του | πιατινιού | των | πιατινιών |
αιτιατική | το | πιατίνι | τα | πιατίνια |
κλητική | πιατίνι | πιατίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιατίνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική piattino, υποκοριστικό του piatto < λατινική platus < αρχαία ελληνική πλατύς (αντιδάνειο)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pçiɑˈti.ni/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιατίνι ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) κρουστό μεταλλικό όργανο σε σχήμα πιάτου που αποτελεί και στοιχείο των ντραμς
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πιάτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)