πολυοξυμεθυλένιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυοξυμεθυλένιο τα πολυοξυμεθυλένια
      γενική του πολυοξυμεθυλενίου
πολυοξυμεθυλένιου
των πολυοξυμεθυλενίων
    αιτιατική το πολυοξυμεθυλένιο τα πολυοξυμεθυλένια
     κλητική πολυοξυμεθυλένιο πολυοξυμεθυλένια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυοξυμεθυλένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyoxymethylene < poly- +‎ oxy- +‎ methylene < αρχαία ελληνική πολύς + ὀξύς + μέθυ + ὕλη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυοξυμεθυλένιο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.