πρωτόχυτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτόχυτος η πρωτόχυτη το πρωτόχυτο
      γενική του πρωτόχυτου της πρωτόχυτης του πρωτόχυτου
    αιτιατική τον πρωτόχυτο την πρωτόχυτη το πρωτόχυτο
     κλητική πρωτόχυτε πρωτόχυτη πρωτόχυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτόχυτοι οι πρωτόχυτες τα πρωτόχυτα
      γενική των πρωτόχυτων των πρωτόχυτων των πρωτόχυτων
    αιτιατική τους πρωτόχυτους τις πρωτόχυτες τα πρωτόχυτα
     κλητική πρωτόχυτοι πρωτόχυτες πρωτόχυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρωτόχυτος < ελληνιστική κοινή πρωτόχυτος[1] < αρχαία ελληνική πρῶτος + χυτός < χέω

Επίθετο

[επεξεργασία]

πρωτόχυτος, -η, -ο

  1. που έχει χυθεί πρώτος ή πρώτη φορά
    ※  Ηλιογέννητη, ποιός ήλιος
    να σε γέννησεν εσέ;
    Ω! τ’ αστέρια τα πρωτόχυτα
    ποιός τα γνώρισεν, οϊμέ!
    Και μπουμπούκια είναι μισάνοιχτα
    κάποια αστέρια, ω ουρανέ
    Κωστής Παλαμάς, Οι Χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης : (Από το Τραγούδι του Ήλιου), Έκδοση του "Περιοδικού μας", Πειραιεύς, 1900
    ※  Από όλους αυτούς, ο Μπρέχτ δανείστηκε πολλά, συμπλήρωσε τά όσα ό Μπύχνερ καί ο Βέντεκιντ τού έδωσαν άπλαστα, πρωτόχυτα. (Επιθεώρηση Τέχνης, αρ. 83, Νοέμβριος 1961, σελ. 454 [1])
  2. που έχει χυτευτεί για πρώτη φορά
    ※  Χυτήριο για τη δημιουργία κολώνων αλουμινίου από πρωτόχυτο ή δευτερόχυτο (ανακυκλωμένο) αλουμίνιο (Η ελληνική πολυεθνική με 30 χρόνια εντυπωσιακής ανάπτυξης, εφημ. Καθημερινή, 05/06/2019 [2])

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. πρωτόχυτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.