σησαμοῦς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σησαμοῦς οἱ σησαμοῦντες
      γενική τοῦ σησαμοῦντος τῶν σησαμούντων
      δοτική τῷ σησαμοῦντ τοῖς σησαμοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν σησαμοῦντ τοὺς σησαμοῦντᾰς
     κλητική ! σησαμοῦς σησαμοῦντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σησαμοῦντε
γεν-δοτ τοῖν  σησαμούντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πλακοῦς' όπως «πλακοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σησαμοῦς < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου σησαμόεις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σησαμοῦς, -οῦντος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]