σκυτοτομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκυτοτομικός < σκυτοτόμ(ος) + -ικός
- Και ουσιαστικοποιημένο θηλυκό σκυτοτομική.
Επίθετο[επεξεργασία]
σκυτοτομικός, -ή, -όν
- (υπόδηση) που ανήκει σε σκυτοτόμο ή σχετίζεται με την σκυτοτομία (την τέχνη του υποδηματοποιού)
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 432 (431-433)
- εἶτ᾽ ἐθορύβησαν κἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι, | τὸ σκυτοτομικὸν πλῆθος, οἱ δ᾽ ἐκ τῶν ἀγρῶν | ἀνεβορβόρυξαν.
- Κι ευτύς όλο το τσούρμο οι τσαγκαράδες | ουρλιάζανε: «Χρυσόστομε, να ζήσεις»! | Μα σύγκαιρα οι αγρότες θορυβούσαν.
- Μετάφραση (1970): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- εἶτ᾽ ἐθορύβησαν κἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι, | τὸ σκυτοτομικὸν πλῆθος, οἱ δ᾽ ἐκ τῶν ἀγρῶν | ἀνεβορβόρυξαν.
- → δείτε παράθεμα στο σκυτοτομική
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 432 (431-433)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
- σκυτοτομική (εννοείται: τέχνη)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις σκυτοτόμος, σκῦτος και τέμνω
Πηγές[επεξεργασία]
- σκυτοτομικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκυτοτομικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Υπόδηση (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)