τοπογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τοπογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική topographique[1] < topographie < ελληνιστική κοινή τοπογραφία < τοπογράφος < αρχαία ελληνική τόπος + γράφω
Επίθετο[επεξεργασία]
τοπογραφικός
- που έχει σχέση με την τοπογραφία ή τον τοπογράφο ή αναφέρεται σ’ αυτά
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τοπογραφία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τοπογραφικός
- ↑ «τοπογραφικός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.