τραχηλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραχηλισμός < ελληνιστική κοινή τραχηλισμός < αρχαία ελληνική τράχηλος
Επίθετο[επεξεργασία]
τραχηλισμός
- (ιατρική) κατάσταση όπου, κατά τη διάρκεια ενός επιληπτικού επεισοδίου, ο τράχηλος συστέλλεται με σπασμωδικό τρόπο, πράγμα που δυσκολεύει την κυκλοφορία του αίματος στις φλέβες
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τράχηλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραχηλισμός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)