τσουνάμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσουνάμι < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 津波
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσουνάμι ουδέτερο άκλιτο
- παλιρροϊκό κύμα που εκδηλώνεται μετά από σεισμό στη θάλασσα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
τσουνάμι στη Βικιπαίδεια