τόκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τόκα οι τόκες
      γενική της τόκας των (τοκών)
    αιτιατική την τόκα τις τόκες
     κλητική τόκα τόκες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. τόκα (ουσιαστικό) < (άμεσο δάνειο) τουρκική toka [1]
  2. τόκα (επιφώνημα) < ιταλική tocca, προστακτική τού toccare

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τόκα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Επιφώνημα[επεξεργασία]

τόκα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]