υπόνομος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπόνομος οι υπόνομοι
      γενική του υπονόμου
υπόνομου
των υπονόμων
    αιτιατική τον υπόνομο τους υπονόμους
υπόνομους
     κλητική υπόνομε υπόνομοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπόνομος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὑπόνομος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈpo.no.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πό‐νο‐μος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υπόνομος αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]