υφαλοκρηπίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υφαλοκρηπίδα < ύφαλος + -ο- + κρηπίδα (μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική piattaforma continentale: ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υφαλοκρηπίδα θηλυκό
- (γεωλογία, γεωγραφία) το τμήμα του παράκτιου βυθού της θάλασσας το οποίο αποτελεί την ομαλή προέκταση της ακτής κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας ως το σημείο στο οποίο αυτή διακόπτεται απότομα (εκεί όπου ο βυθός αποκτά απότομη κλίση 30-45 μοίρες)
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)