χαρισματικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαρισματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική charismatic < ελληνιστική κοινή χάρισμα, χαρισματ- + -ικός[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xa.ɾi.zma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ρι‐σμα‐τι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]χαρισματικός, -ή, -ό
- που έχει ένα μεγάλο χάρισμα ή και πολλά, που είναι προικισμένος με ιδιαίτερα ταλέντα
- ⮡ Είναι έξυπνος, καλός, πράος, δουλευταράς: χαρισματικός άνθρωπος!
- ※ Περπατημένος, γκόμενος, διανοούμενος, χαρισματικός, δαιμόνιος, ζωηρός, εξωστρεφής, αλητάμπουρας τότε, «μεταμοντέρνος κύριος» τώρα, με τρόπους καλής κοινωνίας, μελετημένους ενδελεχώς (Αλέξης Σταμάτης, Κυριακή, εκδ. Καστανιώτη, 2011)
- (για χαρακτηριστικό) ξεχωριστά ωραίος, καλός, εξαιρετικός
- ⮡ έχει χαρισματική γραφή
- (για δημόσια πρόσωπα) που εμπνέουν και έχουν τη λαϊκή αποδοχή
- ⮡ χαρισματικός ηγέτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαρισματικός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χαρισματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)