ωρυόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωρυόμενος: (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὠρυόμενος μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος ὠρύομαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.ɾiˈo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐ρυ‐ό‐με‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
ωρυόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος ωρύομαι που ωρύεται, είναι έξαλλος, φωνάζει και κινεί τα χέρια του
- ↪ Μπηκε μέσα ωρυόμενος και δεν ξέραμε πού να κρυφτούμε.
- ↪ Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει στο γραφείο μου η πρώην πεθερά μου ωρυόμενη.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)