ἀβαθής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αβαθής
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀβαθής τὸ ἀβαθές
      γενική τοῦ/τῆς ἀβαθοῦς τοῦ ἀβαθοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀβαθεῖ τῷ ἀβαθεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀβαθ τὸ ἀβαθές
     κλητική ! ἀβαθές ἀβαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀβαθεῖς τὰ ἀβαθ
      γενική τῶν ἀβαθῶν τῶν ἀβαθῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀβαθέσ(ν) τοῖς ἀβαθέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀβαθεῖς τὰ ἀβαθ
     κλητική ! ἀβαθεῖς ἀβαθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀβαθεῖ τὼ ἀβαθεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀβαθοῖν τοῖν ἀβαθοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀβαθής (ελληνιστική κοινή) < ἀ- στερητικό + αρχαία ελληνική βάθ(ος) + -ής(Χρειάζεται τεκμηρίωση…), όπως -παθής
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: αβαθής

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀβαθής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]