ἐρίκτυπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἐρίκτυπος, -ος, -ον
- που κάνει δυνατό ήχο, κρότο
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 456
- ἐρίκτυπον Ἐννοσίγαιον,
- τον Εννοσίγαιο το βαρύχτυπο,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἐρίκτυπον Ἐννοσίγαιον,
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 930 (930-933)
- ἐκ δ᾽ Ἀμφιτρίτης καὶ ἐρικτύπου Ἐννοσιγαίου | Τρίτων εὐρυβίης γένετο μέγας, ὅς τε θαλάσσης | πυθμέν᾽ ἔχων παρὰ μητρὶ φίλῃ καὶ πατρὶ ἄνακτι | ναίει χρύσεα δῶ, δεινὸς θεός.
- Από την Αμφιτρίτη και τον βαρύχτυπο της γης το σείστη Ποσειδώνα | γεννήθηκε ο μέγας Τρίτων, ο πανίσχυρος, που κατοικεί | στου πόντου τον πυθμένα και μένει σε δώματα χρυσά | με τη μητέρα του και τον άνακτα πατέρα του, θεός δεινός.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἐκ δ᾽ Ἀμφιτρίτης καὶ ἐρικτύπου Ἐννοσιγαίου | Τρίτων εὐρυβίης γένετο μέγας, ὅς τε θαλάσσης | πυθμέν᾽ ἔχων παρὰ μητρὶ φίλῃ καὶ πατρὶ ἄνακτι | ναίει χρύσεα δῶ, δεινὸς θεός.
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 456
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ἐρίκτυπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρίκτυπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ἐρί- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κτυπος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ησίοδο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)