Artikel
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Artikel | die | Artikel |
γενική | des | Artikels | der | Artikel |
δοτική | dem | Artikel | den | Artikeln |
αιτιατική | den | Artikel | die | Artikel |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Artikel < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική artikel < λατινική articulus < υποκοριστικό του artus (άρθρωση) [1] [2]
- με την σημασία «εμπόρευμα» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική article
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌaʁˈtiːkl̩/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ar‐ti‐kel
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Artikel (de) αρσενικό
- (γραμματική) το άρθρο
- ⮡ der männliche/weibliche/neutrale Artikel.
- το αρσενικό/θηλυκό/ουδέτερο άρθρο.
- ≈ συνώνυμα: Geschlechtswort
- ⮡ der männliche/weibliche/neutrale Artikel.
- (νομικός όρος) τμήμα ενός νόμου, το άρθρο
- (δημοσιογραφία) κείμενο δημοσιευμένο στον τύπο, το άρθρο
- ⮡ Er veröffentlichte einen Artikel über die Auswirkungen des Kohlenstoffdioxids auf die Umwelt.
- Δημοσίευσε ένα άρθρο για τις επιπτώσεις του διοξειδίου του άνθρακα στο περιβάλλον.
- ≈ συνώνυμα: Abhandlung, Aufsatz
- ⮡ Er veröffentlichte einen Artikel über die Auswirkungen des Kohlenstoffdioxids auf die Umwelt.
- (οικονομία) το είδος, το εμπόρευμα, το προϊόν
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Artikel στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρσενικά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γερμανικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Γραμματική (γερμανικά)
- Νομικοί όροι (γερμανικά)
- Οικονομία (γερμανικά)