dexter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dexter < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deḱs-. Συγγενή: σανσκριτική दक्षिण (dákṣiṇa), αρχαία ελληνική δεξιός > ιταλική destro, ισπανική diestro.
Επίθετο[επεξεργασία]
dexter (la), dextra ή dextera, dextrum ή dexterum
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | dexter | dextra | dextrum | dextrī | dextrae | dextra |
γενική | dextrī | dextrae | dextrī | dextrōrum | dextrārum | dextrōrum |
δοτική | dextrō | dextrae | dextrō | dextrīs | dextrīs | dextrīs |
αιτιατική | dextrum | dextram | dextrum | dextrōs | dextrās | dextra |
κλητική | dexter | dextra | dextrum | dextrī | dextrae | dextra |
αφαιρετική | dextrō | dextrā | dextrō | dextrīs | dextrīs | dextrīs |
ή
ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | dexter | dextera | dexterum | dexterī | dexterae | dextera |
γενική | dexterī | dexterae | dexterī | dexterōrum | dexterārum | dexterōrum |
δοτική | dexterō | dexterae | dexterō | dexterīs | dexterīs | dexterīs |
αιτιατική | dexterum | dexteram | dexterum | dexterōs | dexterās | dextera |
κλητική | dexter | dextera | dexterum | dexterī | dexterae | dextera |
αφαιρετική | dexterō | dexterā | dexterō | dexterīs | dexterīs | dexterīs |
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Απόγονοι[επεξεργασία]
dexter (λατινικά)
- ⇒ ισπανικά: diestro
- ⇒ ιταλικά: destro
- ⇒ παλαιά γαλλικά: destre
- ↷ μέση γαλλική: dexre
→ και δείτε περισσότερους απογόνους στο dexter στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές[επεξεργασία]
- dexter - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.