παράταξη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παράταξη | οι | παρατάξεις |
γενική | της | παράταξης* | των | παρατάξεων |
αιτιατική | την | παράταξη | τις | παρατάξεις |
κλητική | παράταξη | παρατάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρατάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παράταξη < αρχαία ελληνική παράταξις < παρατάσσω < παρά + τάσσω (3: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική front. 4: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική parataxe)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paˈɾa.ta.ksi/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παράταξη θηλυκό
- η ένταξη κάποιων πραγμάτων ή προσώπων σε μια σειρά
- (στρατιωτικός όρος) κανονικός στρατιωτικός σχηματισμός (στρατιωτών, οχημάτων, αρμάτων, πλοίων κ.ά.) για άμυνα ή επίθεση
- (πολιτική) πολιτική (συνδικαλιστική ή άλλη) ομάδα ανθρώπων με οργάνωση, κοινές επιδιώξεις και πρακτικές
- (γραμματική) σύνταξη κατά την οποία συνδέονται (με παρατακτικούς συνδέσμους) όμοιοι όροι ή προτάσεις (κύριες με κύριες ή δευτερεύουσες με δευτερεύουσες)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (λόγιο) εν πομπή και παρατάξει: με μεγάλη επισημότητα (κανονική ή (ειρωνικό) ψεύτικη, προσποιητή)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- παραταξιακά
- παραταξιακός
- → δείτε τις λέξεις παρατάσσω και τάσσω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παράταξη
στρατιωτικός όρος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)