ακρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακρίδα | οι | ακρίδες |
γενική | της | ακρίδας | των | ακρίδων |
αιτιατική | την | ακρίδα | τις | ακρίδες |
κλητική | ακρίδα | ακρίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακρίδα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀκρίς, από την αιτιατική «τὴν ἀκρίδα»
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈkɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρί‐δα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακρίδα θηλυκό
- (έντομο) είδος κίτρινου ή πράσινου χορτοφάγου εντόμου με μεγάλα πίσω πόδια που του επιτρέπουν να πηδάει σε μεγάλη απόσταση
- ≈ συνώνυμα: καρκαλέτσι (ιδιωματικό)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πέσανε σαν τις ακρίδες: όρμησαν και τα έφαγαν όλα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ακρίδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακρίδα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)