μεταξοτυπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.ta.kso.tiˈpi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐ξο‐τυ‐πί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεταξοτυπία θηλυκό
- (τυπογραφία) σύστημα εκτύπωσης κατά το οποίο χρησιμοποιείται τεντωμένο μεταξωτό (ή κι από άλλο υλικό) ύφασμα ως μήτρα
- (τυπογραφία, κατ’ επέκταση) το αποτέλεσμα της ως άνω εκτύπωσης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μεταξοτύπης
- → δείτε τις λέξεις μετάξι και τύπος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σύστημα εκτύπωσης
αποτέλεσμα εκτύπωσης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τυπογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)