πληθυντικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ αλλαγή των πινάκων μεταφράσεων σε κρυμμένους τύπους
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{=el=}}
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'καλός'|πληθυντικ}}
{{el-κλίσ-'καλός'|πληθυντικ}}
==={{ετυμολογία}}===
{{-ετυμ-}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μτγν}} πληθυντικός < {{αρχ}} πληθύνω < πληθύς
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μτγν}} πληθυντικός < {{αρχ}} πληθύνω < πληθύς


==={{προφορά}}===
{{-προφ-}}
{{ΔΦΑ|pliθndikˈɔs}}
{{ΔΦΑ|pliθndikˈɔs}}


{{-επιθ-|el}}
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
# {{γραμμ}} οι μορφές ενός κλιτού [[μέρος του λόγου|μέρους του λόγου]] που αναφέρονται σε περισσάτερα από [[ένα]]. Επίσης υπάρχει και ο [[ενικός]] αριθμός, όπως υπήρχε και ο [[δυϊκός]].
# {{γραμμ}} οι μορφές ενός κλιτού [[μέρος του λόγου|μέρους του λόγου]] που αναφέρονται σε περισσάτερα από [[ένα]]. Επίσης υπάρχει και ο [[ενικός]] αριθμός, όπως υπήρχε και ο [[δυϊκός]].
# που [[αυξάνομαι|αυξάνεται]] [[συνεχώς]]
# που [[αυξάνομαι|αυξάνεται]] [[συνεχώς]]


===={{συγγενικά}}====
{{-συγγ-}}
* [[πλήθος]]
* [[πλήθος]]
* [[πληθύνω]]
* [[πληθύνω]]


===={{αντώνυμα}}====
{{-αντων-}}
* [[ενικός]]
* [[ενικός]]


===={{μεταφράσεις}}====
{{-μτφ-}}
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|plural}}
* {{en}} : {{τ|en|plural}}
Γραμμή 33: Γραμμή 33:
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 17:33, 14 Φεβρουαρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πληθυντικός η πληθυντική το πληθυντικό
      γενική του πληθυντικού της πληθυντικής του πληθυντικού
    αιτιατική τον πληθυντικό την πληθυντική το πληθυντικό
     κλητική πληθυντικέ πληθυντική πληθυντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πληθυντικοί οι πληθυντικές τα πληθυντικά
      γενική των πληθυντικών των πληθυντικών των πληθυντικών
    αιτιατική τους πληθυντικούς τις πληθυντικές τα πληθυντικά
     κλητική πληθυντικοί πληθυντικές πληθυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πληθυντικός < ελληνιστική πληθυντικός < αρχαία ελληνική πληθύνω < πληθύς

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Επίθετο

πληθυντικός αρσενικό

  1. Πρότυπο:γραμμ οι μορφές ενός κλιτού μέρους του λόγου που αναφέρονται σε περισσάτερα από ένα. Επίσης υπάρχει και ο ενικός αριθμός, όπως υπήρχε και ο δυϊκός.
  2. που αυξάνεται συνεχώς

Συγγενικά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «πληθυντικοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'πληθυντικόσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'πληθυντικός'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «πληθυντικοσ».