ειδικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'καλός'|ειδικ}} |
|||
{{προσχέδιο}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[εἰδικός]] |
||
==={{επίθετο|el}}=== |
==={{επίθετο|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}, -ή, -ό''' |
||
# που αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, πράγμα ή [[είδος]] |
|||
# {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
#: ''η συγκεκριμένη ασθένεια έχει κάποια '''ειδικά''' χαρακτηριστικά που επιβάλλουν την αντιμετώπισή της με '''ειδικά''' φάρμακα'' |
|||
#: {{αντων}} [[γενικός]] |
|||
# που έχει [[εξειδικευμένος|εξειδικευμένες]] γνώσεις και μεγάλη εμπειρία σε έναν τομέα, που τον κατέχει σε βάθος |
|||
#: '''''ειδικοί''' επιστήμονες εξετάζουν τη βλάβη του αντιδραστήρα'' |
|||
#* ''και ως ουσιαστικό'' |
|||
#*: ''θα ασχοληθούν με το θέμα οι '''ειδικοί''''' |
|||
# {{γραμμ}} '''ειδικοί σύνδεσμοι''': οι [[σύνδεσμος|σύνδεσμοι]] ''[[ότι]]'' και ''[[πως]]'' οι οποίοι εισάγουν δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που συμπληρώνουν το νόημα ρημάτων λεκτικών, γνωστικών, αισθήσεως, γνώμης, φόβου κλπ |
|||
#* '''ειδικές προτάσεις''': οι προτάσεις που εισάγονται με αυτούς τους συνδέσμους |
|||
#* '''ειδικό απαρέμφατο''': το απαρέμφατο της αρχαίας ελληνικής που μεταφράζεται στα νέα ελληνικά με ειδική πρόταση |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
|||
* [[είδος]] |
|||
* [[ειδικά]] |
|||
* [[ειδικότητα]] |
|||
* [[ειδικεύω]] |
|||
===={{ομώνυμα}}==== |
|||
* [[ιδικός]] |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 19:03, 3 Ιουνίου 2011
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ειδικός | η | ειδική | το | ειδικό |
γενική | του | ειδικού | της | ειδικής | του | ειδικού |
αιτιατική | τον | ειδικό | την | ειδική | το | ειδικό |
κλητική | ειδικέ | ειδική | ειδικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ειδικοί | οι | ειδικές | τα | ειδικά |
γενική | των | ειδικών | των | ειδικών | των | ειδικών |
αιτιατική | τους | ειδικούς | τις | ειδικές | τα | ειδικά |
κλητική | ειδικοί | ειδικές | ειδικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- ειδικός < αρχαία ελληνική εἰδικός
Επίθετο
ειδικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, πράγμα ή είδος
- που έχει εξειδικευμένες γνώσεις και μεγάλη εμπειρία σε έναν τομέα, που τον κατέχει σε βάθος
- ειδικοί επιστήμονες εξετάζουν τη βλάβη του αντιδραστήρα
- και ως ουσιαστικό
- θα ασχοληθούν με το θέμα οι ειδικοί
- Πρότυπο:γραμμ ειδικοί σύνδεσμοι: οι σύνδεσμοι ότι και πως οι οποίοι εισάγουν δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που συμπληρώνουν το νόημα ρημάτων λεκτικών, γνωστικών, αισθήσεως, γνώμης, φόβου κλπ
- ειδικές προτάσεις: οι προτάσεις που εισάγονται με αυτούς τους συνδέσμους
- ειδικό απαρέμφατο: το απαρέμφατο της αρχαίας ελληνικής που μεταφράζεται στα νέα ελληνικά με ειδική πρόταση
Συγγενικά
Ομώνυμα / Ομόηχα
Μεταφράσεις
ειδικός
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ειδικοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ειδικόσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'ειδικός'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ειδικοσ».