σένιος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{el-κλίσ-'ωραίος'}} |
{{el-κλίσ-'ωραίος'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[σενιάρω]] ([[αναδρομικός σχηματισμός]]) < {{ετυμ it}} [[ |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[σενιάρω]] ([[αναδρομικός σχηματισμός]]) < {{ετυμ it}} [[segnare]] < {{ετυμ la}} [[signo]] < [[signum]] < {{ιε}} *sek- (“[[κόβω]]”) ή *sekʷ- (“[[ακολουθώ]]”) (με [[επίδραση]] από το ({{fr}}) [[signé]]) |
||
==={{επίθετο|el}}=== |
==={{επίθετο|el}}=== |
Αναθεώρηση της 16:02, 4 Ιουλίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σένιος | η | σένια | το | σένιο |
γενική | του | σένιου | της | σένιας | του | σένιου |
αιτιατική | τον | σένιο | τη | σένια | το | σένιο |
κλητική | σένιε | σένια | σένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σένιοι | οι | σένιες | τα | σένια |
γενική | των | σένιων | των | σένιων | των | σένιων |
αιτιατική | τους | σένιους | τις | σένιες | τα | σένια |
κλητική | σένιοι | σένιες | σένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- σένιος < σενιάρω (αναδρομικός σχηματισμός) < Πρότυπο:ετυμ it segnare < Πρότυπο:ετυμ la signo < signum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sek- (“κόβω”) ή *sekʷ- (“ακολουθώ”) (με επίδραση από το (γαλλικά) signé)
Επίθετο
σένιος, -α, -ο
- ο καθαρός, ο κομψός, ο καλοντυμένος, ο νοικοκυρεμένος
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)