μεγαλόσωμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 17: Γραμμή 17:
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|XXX}} -->
* {{en}} : {{τ|en|stout}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 16:36, 13 Ιουνίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλόσωμος η μεγαλόσωμη το μεγαλόσωμο
      γενική του μεγαλόσωμου της μεγαλόσωμης του μεγαλόσωμου
    αιτιατική τον μεγαλόσωμο τη μεγαλόσωμη το μεγαλόσωμο
     κλητική μεγαλόσωμε μεγαλόσωμη μεγαλόσωμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλόσωμοι οι μεγαλόσωμες τα μεγαλόσωμα
      γενική των μεγαλόσωμων των μεγαλόσωμων των μεγαλόσωμων
    αιτιατική τους μεγαλόσωμους τις μεγαλόσωμες τα μεγαλόσωμα
     κλητική μεγαλόσωμοι μεγαλόσωμες μεγαλόσωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεγαλόσωμος < (ελληνιστική κοινήμεγαλόσωμος < μεγάλος + σώμα

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Επίθετο

μεγαλόσωμος, -η, -ο

  • (για άνθρωπο ή ζώο) που έχει μεγάλο ύψος και μεγάλο σωματικό όγκο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις