κρύσταλλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017 |
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017 |
||
Γραμμή 61: | Γραμμή 61: | ||
* {{pt}} : {{τ|pt|cristal}} |
* {{pt}} : {{τ|pt|cristal}} |
||
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{ru}} : {{τ|ru|кристалл|tr|kristáll}} |
|||
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 15:39, 19 Μαρτίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κρύσταλλος | οι | κρύσταλλοι |
γενική | του | κρύσταλλου & κρυστάλλου |
των | κρύσταλλων & κρυστάλλων |
αιτιατική | τον | κρύσταλλο | τους | κρύσταλλους & κρυστάλλους |
κλητική | κρύσταλλε | κρύσταλλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- κρύσταλλος < αρχαία ελληνική κρύσταλλος (1,3: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική cristal < λατινικά crystallus < αρχαία ελληνική κρύσταλλος)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
κρύσταλλος αρσενικό ή θηλυκό
- Πρότυπο:φυσ οποιοδήποτε στερεό παρουσιάζει κανονική πολυεδρική διάταξη των δομικών του μερών μετά από διαδικασία κρυστάλλωσης
- διαφανές σκληρό υλικό που μοιάζει με κρύσταλλο(1)
- (λόγιο) το κρύσταλλο
Πολυλεκτικοί όροι
- υγρός κρύσταλλος: υλικό που παρουσιάζει στοιχεία κρυσταλλικότητας αλλά και ρευστότητας
- ορεία κρύσταλλος: είδος χαλαζία με υαλώδη λάμψη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κρύσταλλο
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
κρύσταλλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
κρύσταλλος < κρυσταίνομαι < κρύος
Ουσιαστικό
κρύσταλλος αρσενικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)