διαφθορά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017 |
|||
Γραμμή 24: | Γραμμή 24: | ||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|corruption}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|corruption}} |
||
⚫ | |||
* {{de}} : {{τ|de|Korruption}} |
* {{de}} : {{τ|de|Korruption}} |
||
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
||
Γραμμή 35: | Γραμμή 34: | ||
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} --> |
||
⚫ | |||
⚫ | |||
* {{es}} : {{τ|es|corrupción}} |
|||
⚫ | |||
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|ΧΧΧ}} --> |
||
Γραμμή 42: | Γραμμή 42: | ||
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{la}} : {{τ|la|corruptio|noentry=1}} |
|||
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|ΧΧΧ}} --> |
||
Γραμμή 51: | Γραμμή 51: | ||
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{ru}} : {{τ|ru|коррупция|tr=korrúpcija}} |
|||
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 16:08, 21 Μαρτίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαφθορά < αρχαία ελληνική διαφθορά < διαφθείρω < διά + φθείρω < Πρότυπο:ετυμ grk-pro kʷʰtʰéřřō < Πρότυπο:ετυμ ine-pro *dʰgʷʰér-ye-ti < *dʰgʷʰer- (ρέω, χύνω, εξαφανίζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðʝa.fθɔ.ˈɾa/[[Κατηγορία:Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (Πρότυπο:ði.a.fθɔ.ˈɾa)]]
Ουσιαστικό
διαφθορά θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαφθείρω
- η βιωμένη (ιδίως σεξουαλική) ανηθικότητα
- η καταπάτηση της ηθικής, των γραπτών ή άγραφων νόμων, κατά τρόπο συστηματικό, και ιδίως η δωροδόκηση (κρατικών) λειτουργών ή υπαλλήλων
Συγγενικά
Μεταφράσεις
διαφθορά
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)